αλιτήμερος

αλιτήμερος
ἀλιτήμερος, -ον (Α)
αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- τού αορ. β΄ ἤλιτον τού ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέρα
ο σχηματισμός τού επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλιτήμερος — missing the right day masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • κἀλιτήμερα — ἀλιτήμερα , ἀλιτήμερος missing the right day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”