- αλιτήμερος
- ἀλιτήμερος, -ον (Α)αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- τού αορ. β΄ ἤλιτον τού ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέραο σχηματισμός τού επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος*].
Dictionary of Greek. 2013.